ἕλανδρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A man-destroying, epith. of Helen, A.Ag.689 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 789] Männer fangend, Aesch. Ag. 674.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλανδρος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ἡ καταστρέφουσα τοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 689.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend les hommes.
Étymologie: ἑλεῖν, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-ον
que destruye o pierde a los hombresde Helena, A.A.690.
Greek Monolingual
ἔλανδρος, -ον (Α)
(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες.
Greek Monotonic
ἕλανδρος: -ον (ἑλεῖν), αυτή που καταστρέφει τους άντρες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἕλανδρος: улавливающая мужей (Ἑλένη Aesch.).
Middle Liddell
ἑλεῖν
man-destroying, of Helen, Aesch.