ἡμιονικός

From LSJ
Revision as of 23:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιονικός Medium diacritics: ἡμιονικός Low diacritics: ημιονικός Capitals: ΗΜΙΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hēmionikós Transliteration B: hēmionikos Transliteration C: imionikos Beta Code: h(mioniko/s

English (LSJ)

ή, όν,=    A ἡμιόνειος, ζεῦγος X.An.7.5.2; ὁδὸς ἡ. a road only fit for mules, Str.6.3.7; ἡ. ἅρμα drawn by mules, BGU814.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1169] = ἡμιόνειος, z. B. ζεῦγος, Maulthiergespann, Xen. An. 7, 5, 1; VLL.; ὁδός, Strab. VI, 282.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιονικός: -ή, -όν, = ἡμιόνειος, ζεῦγος Ξεν. Ἀν. 7. 5, 1˙ ὁδὸς ἡμ., ὁδὸς μόνον δι’ ἡμιόνους κατάλληλος, Στράβων 282.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ἡμίονος.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἡμιονικός, -ή, -όν) ημίονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν.
β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» — δρόμος στενός, δύσβατος, βατός μόνο από μουλάρια).

Greek Monotonic

ἡμιονικός: -ή, -όν = ἡμιόνειος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιονικός: запряженный мулами: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами.

Middle Liddell

ἡμιονικός, ή, όν = ἡμιόνειος, Xen.]