ἰλύω

From LSJ
Revision as of 23:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλύω Medium diacritics: ἰλύω Low diacritics: ιλύω Capitals: ΙΛΥΩ
Transliteration A: ilýō Transliteration B: ilyō Transliteration C: ilyo Beta Code: i)lu/w

English (LSJ)

[ῑ], (ἰλύς)    A cover with slime or dirt, Hsch.    II = εἰλύω, Id.

German (Pape)

[Seite 1252] beschmutzen, besudeln, VLL. Vgl. die compp. – Auch = εἰλύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλύω: (ἰλὺς) καλύπτω δι’ ἰλύος ἢ βορβόρου, Ἡσύχ. ΙΙ. = εἰλύω, «συστρέφω», ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἰλύω (Α)
1. σκεπάζω με λάσπη
2. ειλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από το ουσ. ἰλύς «λάσπη», ενώ με τη δεύτερη είναι άλλος τ. του ρ. εἰλύω.