ἰουλοφόρος

From LSJ
Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰουλοφόρος Medium diacritics: ἰουλοφόρος Low diacritics: ιουλοφόρος Capitals: ΙΟΥΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ioulophóros Transliteration B: ioulophoros Transliteration C: iouloforos Beta Code: i)oulofo/ros

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A downy, γένυς Demitsas Μακεδ.No.410 (Thessalonica, ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰουλοφόρος: -ον, φέρων ἰούλους, ἀμφὶ γένυν χνοάων πρῶτον ἰουλοφόρον Ἐπιγρ. Θεσσαλ. ἔμμετρος, Mém. sur une mis. au mont Athos σ. 22.

Greek Monolingual

ο (Α ἰουλοφόρος, -ον)
αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα
φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο-φόρος, τροχο-φόρος.