ἰσχαδοπώλης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ου, ὁ, A dealer in figs, Pherecr.4, Nicoph.19:—fem. ἰσχᾰδό-πωλις, ιδος, Ar.Lys.564.
German (Pape)
[Seite 1272] ὁ, Feigenhändler; Nicophon bei Ath. III, 126 e; Pherecr. Poll. 7, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχαδοπώλης: -ου, ὁ ἔμπορος σύκων, Φερεκρ. ἐν «’Αγαθοῖς», 3, Νικοφ. Παρ’ Ἀθην. 126Ε. - θηλ. ἰσχᾰδόπωλις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 564.
Greek Monolingual
ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α)
αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, παντο-πώλης.