ὀλιγοδάπανος

From LSJ
Revision as of 00:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδάπᾰνος Medium diacritics: ὀλιγοδάπανος Low diacritics: ολιγοδάπανος Capitals: ΟΛΙΓΟΔΑΠΑΝΟΣ
Transliteration A: oligodápanos Transliteration B: oligodapanos Transliteration C: oligodapanos Beta Code: o)ligoda/panos

English (LSJ)

[δᾰ], ον,    A consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.

German (Pape)

[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.

Greek Monolingual

και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυ-δάπανος.