ὀδαγμός
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ὁ, (ὀδάξομαι) A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.
Greek Monolingual
ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ-δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].
Greek Monotonic
ὀδαγμός: ὁ (ὀδάξομαι), = ἀδαγμός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀδαγμός: ὁ Soph. v. l. = ἀδαγμός.