ὁλοπόρφυρος

From LSJ
Revision as of 07:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοπόρφῠρος Medium diacritics: ὁλοπόρφυρος Low diacritics: ολοπόρφυρος Capitals: ΟΛΟΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: holopórphyros Transliteration B: holoporphyros Transliteration C: oloporfyros Beta Code: o(lopo/rfuros

English (LSJ)

ον,    A all purple, X.Cyr.8.3.13, LXXNu.4.7, Plu.2.180e.

German (Pape)

[Seite 326] ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοπόρφῠρος: -ον, ὅλος πορφυροῦς, καταπόρφυρος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 180Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint de pourpre.
Étymologie: ὅλος, πορφύρα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)
ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.

Greek Monotonic

ὁλοπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοπόρφῠρος:
1) весь пурпурный (κάνδυς Xen.);
2) одетый в пурпур Plut.

Middle Liddell

ὁλο-πόρφῠρος, ον, πορφύρα
all-purple, Xen.