ὁπλέω
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
poet. for ὁπλίζω, A make ready, ἄμαξαν ὥπλεον Od.6.73.
German (Pape)
[Seite 359] poet. = ὁπλίζω, zubereiten, ἅμαξαν ὥπλεον, sie schirrten den Wagen an, Od. 6, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλέω: ποιητ. ἀντὶ ὁπλίζω, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἅμαξαν ὥπλεον Ὀδ. Ζ. 73.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ὥπλεον;
préparer, apprêter.
Étymologie: ὅπλον.
English (Autenrieth)
(= ὁπλίζω): only ipf., ὥπλεον (ὅπλεον), were getting ready, Od. 6.73†.
Greek Monolingual
ὁπλέω (Α) όπλον
(ποιητ. τ.) οπλίζω, ετοιμάζω («ἅμαξαν ὥπλεον», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ὁπλέω: μόνο σε παρατ. ὥπλεον, προετοιμάζω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλέω: эп. (только impf. ὥπλεον) = ὁπλίζω.