ὑδροκηλικός

From LSJ
Revision as of 08:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροκηλικός Medium diacritics: ὑδροκηλικός Low diacritics: υδροκηλικός Capitals: ΥΔΡΟΚΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hydrokēlikós Transliteration B: hydrokēlikos Transliteration C: ydrokilikos Beta Code: u(drokhliko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A suffering from hydrocele, Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.    II for curing hydrocele, Paul.Aeg.6.62.

German (Pape)

[Seite 1174] ή, όν, mit einem Wasserhodenbruch behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκηλικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδροκηλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υδροκήλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική
αυτός που πάσχει από υδροκήλη
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος για τη θεραπεία της υδροκήλης.