ὑπαγωγικός

From LSJ
Revision as of 08:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰγωγικός Medium diacritics: ὑπαγωγικός Low diacritics: υπαγωγικός Capitals: ΥΠΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: hypagōgikós Transliteration B: hypagōgikos Transliteration C: ypagogikos Beta Code: u(pagwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A drawn slowly out, περίοδος, opp. στρογγύλη καὶ πυκνή, D.H. Dem.4.    II attractive, persuasive, Id.Comp.4 (unless in sense 1: v.l. ἐπαγ-).

German (Pape)

[Seite 1180] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, περίοδος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. ἑλκυστικός, πειστικός, ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπαγωγός
1. αυτός που εκτείνεται σε μήκος, αυτός που έχει πλατειασμούς
2. ελκυστικός.