ὑπεκπνέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A exhale or evaporate gradually, metaph., Pl.Ax.365c.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. πνέω), allmälig, leise aushauchen, ausathmen, sterben, Plat. Ax. 365 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκπνέω: ἐξατμίζομαι κατ’ ὀλίγον, περιττοὶ λόγοι ὑπεκπνέουσι λεληθότως καὶ ἀτιμάζονται Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C.
Greek Monolingual
Α ἐκπνέω
εκπνέω ή εξατμίζομαι βαθμιαία.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκπνέω: досл. незаметно испаряться, перен. ускользать: οἱ λόγοι ὑπεκπνέουσί μοι Plat. слова ускользают от меня.