ὑποβαστάζω

From LSJ
Revision as of 08:50, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβαστάζω Medium diacritics: ὑποβαστάζω Low diacritics: υποβαστάζω Capitals: ΥΠΟΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: hypobastázō Transliteration B: hypobastazō Transliteration C: ypovastazo Beta Code: u(pobasta/zw

English (LSJ)

   A bear from under, underprop, Charito 3.6, Gal.14.717 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1211] (s. βαστάζω), ertragen, unterstützen, v. l. für ὑποστεγάζω bei Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβαστάζω: βαστάζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὸν Χαιρέαν ὑποβαστάσας ἐξήγαγεν ἐκεῖθεν Χαρίτων 3. 6, Γαλην. τ. 14, σ. 717, 12.

Greek Monolingual

ὑποβαστάζω ΝΜΑ
στηρίζω από κάτω, υποστηρίζω (α. «οκτώ κίονες υποβαστάζουν την οροφή» β.«ὁ τράχηλος τρόπον κίονος ὑποβαστάζει τὴν κεφαλήν», Σχόλ. Νικ. Θηρ.)
νεοελλ.
συγκρατώ, στηρίζω κάποιον, συνήθως από τις μασχάλες, για να μην πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βαστάζω «βαστώ, στηρίζω»].