ὑστερόχρονος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ον, A later in time, ὑ. οἱ νόμοι τοῦ λόγου Sch.Hermog.Stat.in Rh.7(1).208W.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστερόχρονος: -ον, ὁ ὕστερον κατὰ τὸν χρόνον, ὑστερόχρονοι οἱ νόμοι τοῦ λόγου Σχόλ. εἰς Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 7, σ. 208, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 99, 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de gramm. postérieur.
Étymologie: ὕστερος, χρόνος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑστερόχρονος, -ον, ΝΜ
αυτός που γίνεται μετά από κάποιον άλλο, μεταγενέστερος.
επίρρ...
υστερόχρονα Ν
σε μεταγενέστερο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. προτερό-χρονος, πρωτόθρονος.