ᾠοτοκία

From LSJ
Revision as of 09:47, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοτοκία Medium diacritics: ᾠοτοκία Low diacritics: ωοτοκία Capitals: ΩΟΤΟΚΙΑ
Transliteration A: ōiotokía Transliteration B: ōotokia Transliteration C: ootokia Beta Code: w)|otoki/a

English (LSJ)

ἡ,    A laying of eggs, Arist.HA538a7, GA728b7; πρὸ τῆς ᾠ. before they lay their eggs, Plu.2.637f: pl., Hld.9.22, Gp.14.7.9.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοτοκία: ἡ, τὸ ᾠοτοκεῖν, τὸ τίκτειν ᾠά, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα. Ἱστ. 4. 11, 5, περὶ Ζῴων Γεν. 1. 20, 11· πρὸ τῆς ᾠοτ., πρὶν ἢ γεννήσωσι τὰ ᾠά των, Πλούτ. 2. 637F· - ἐν τῷ πληθ., Ἡλιόδ. 9. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faculté de pondre, ponte.
Étymologie: ᾠόν, τίκτω.

Greek Monolingual

η / ᾠοτοκία, ΝΜΑ ωοτόκος
1. η γέννηση αβγών
2. βιολ. τρόπος αναπαραγωγής τών ζώων κατά τον οποίο το θηλυκό άτομο γεννά, αντί για νεογνά, αβγά που εκκολάπτονται έξω από τον μητρικό οργανισμό (α. «ωοτοκία ψαριών» β. «ταῑς τῶν κροκοδείλων ᾠοτοκίαις», Ηλιόδ.).

Russian (Dvoretsky)

ᾠοτοκία: ἡ кладка яиц Arst., Plut.