ἰξίον

From LSJ
Revision as of 15:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξίον Medium diacritics: ἰξίον Low diacritics: ιξίον Capitals: ΙΞΙΟΝ
Transliteration A: ixíon Transliteration B: ixion Transliteration C: iksion Beta Code: i)ci/on

English (LSJ)

τό,    A leaf of χαμαιλέων λευκός( = ἰξία ΙΙ), Gal.19.106.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξίον: τό, τὸ φύλλον τοῦ φυτοῦ ἰξία, Γαλην. Λεξ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἰξός, Νικήτ. Εὐγ. 2. 130.

Greek Monolingual

ἰξίον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
υποκορ. του ιξός
αρχ.
το φύλλο του φυτού χαμαιλέων ο λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλ-ίον, παιδ-ίον)].