σκορδύλη
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, A a young tunny-fish, Arist.HA571a16; cf. κορδύλη III.
German (Pape)
[Seite 904] ἡ, = κορδύλη; Arist. H. A. 6, 17; vgl. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκορδύλη: [ῠ], ἡ, μικρὸς ἰχθὺς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ θύννου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 13, Ἡσύχ.· πρβλ. κορδύλη ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος ψαριού, η κορδύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κορδύλη (βλ. λ)].
Russian (Dvoretsky)
σκορδύλη: ἡ зоол. молодой тунец Arst.
Frisk Etymological English
See also: s. κορδύλη.
Frisk Etymology German
σκορδύλη: {skordúlē}
See also: s. κορδύλη.
Page 2,738