Λακωνισμός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ὁ, A imitation of Lacedaemonian manners, esp. of their short and pointed way of talking, Cic.Fam. 11.25.2. II acting in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.15, 7.1.46.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰκωνισμός: ὁ, μίμησης τοῦ τρόπου τῶν Λακεδαιμονίων, ἰδίως τῆς βραχυλογίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιτυχῶν ἀποκρίσεων, Κικ. Fam 11. 25, 2. ΙΙ. τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, συμπαθεῖν πρὸς αὐτούς, βαρὺ ἔγκλημα ἐν Ἀθήναις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15., 7. 1. 46.
Greek Monotonic
Λᾰκωνισμός: ὁ (Λακωνίζω),
I. μίμηση του τρόπου των Λακεδαιμονίων, ιδίως της βραχυλογίας, της ολιγολογίας τους, σε Κικ.
II. συμπάθεια προς τα πολιτικά συστήματα των Λακεδαιμονίων, Λακωνισμός, σε Ξεν.
Middle Liddell
Λᾰκωνισμός, οῦ, ὁ, Λακωνίζω
I. imitation of Lacedaemonian manners, Cic.
II. a being in the Lacedaemonian interest, Laconism, Xen.