Σκιρῖται
English (LSJ)
οἱ, A the Scirites, a light-armed division of the Spartan army, named from the town Σκῖρος in Arcadia, Th.5.67,68,71, X. HG5.2.24, Lac.12.3, etc.: also Σκιρίτης λόχος D.S.15.32. II Σκῑρῖται, οἱ, inhabitants of Σκιρῖτις ΙΙ, St.Byz.
Greek (Liddell-Scott)
Σκῑρῖται: οἱ, διάσημος διαίρεσις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, σῶμα συνιστάμενον ἐξ ἑξακοσίων πεζῶν μαχομένων κατὰ τὸ ἀριστερὸν κέρας πλησίον τοῦ βασιλέως, ἦσαν δὲ (τουλάχιστον κατ’ ἀρχὰς) περίοικοι ἐκ τῆς Ἀρκαδικῆς πόλεως Σκῖρος, καὶ ἐκ τοῦ διαμερίσματος ὃ ἐκαλεῖτο Σκιρῖτις, Θουκ. 5. 67, 68, 71, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 24, πρβλ. Θουκ. 5. 33, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 21: ὡσαύτως, Σκιρίτης λόχος Διόδ. 15. 32. Τινὲς ὑπέθετον ὅτι ἦσαν ἱππεῖς ἐκ τοῦ Ξεν. ἐν Κύρ. 4. 2, 1, ἀλλὰ πλημμελῶς· ἴδε Müller· Dor. 3. 12. § 6.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Skirites, troupe d’infanterie légère, corps d’élite, à Lacédémone.
Étymologie:.
Greek Monotonic
Σκῑρῖται: οἱ, Σκιρίτες, διαίρεση του στρατού των Σπαρτιατών, αποτελούμενη από εξακόσιους πεζούς άντρες που μάχονταν στην αριστερή πτέρυγα, κοντά στον βασιλιά, και ήταν (τουλάχιστον αρχικά) περίοικοι από την αρκαδική περιφέρεια με το όνομα Σκιρῖτις, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
Σκῑρῖται: ῶν οἱ скириты (отборный отряд легкой пехоты в Спарте) Xen.
Middle Liddell
Σκῑρῖται, ῶν, οἱ,
the Scirites, a division of the Spartan army, consisting of 600 foot: they fought on the left wing near the king, and were (originally at least) περίοικοι, from the Arcadian district Σκιρῖτις, Thuc., Xen.