βαρυπένθητος

From LSJ
Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρυπένθητος Medium diacritics: βαρυπένθητος Low diacritics: βαρυπένθητος Capitals: ΒΑΡΥΠΕΝΘΗΤΟΣ
Transliteration A: barypénthētos Transliteration B: barypenthētos Transliteration C: varypenthitos Beta Code: barupe/nqhtos

English (LSJ)

ον, A mourning heavily, AP7.743 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠπένθητος: -ον, ὁ βαρέως, ὑπερβαλλόντως πενθῶν, Ἀνθ.II. 7. 743.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément affligé.
Étymologie: βαρύς, πενθέω.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠπένθητος) -ον
que llora o se lamenta profundamente κόραι AP 7.743 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

βαρυπένθητος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθητος < πενθώ (-έω) < πένθος.

Greek Monotonic

βᾰρῠπένθητος: -ον (πενθέω), αυτός που πενθεί βαριά, υπερβολικά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυπένθητος: глубоко опечаленный тяжело скорбящий (κόραι Anth.).

Middle Liddell

πενθέω
mourning heavily, Anth.