βαρυαλγής

From LSJ
Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠαλγής Medium diacritics: βαρυαλγής Low diacritics: βαρυαλγής Capitals: ΒΑΡΥΑΛΓΗΣ
Transliteration A: baryalgḗs Transliteration B: baryalgēs Transliteration C: varyalgis Beta Code: barualgh/s

English (LSJ)

ές, A grievously suffering, Orph.H. 69.7. II = sq., νοῦσος Epigr.Gr.228 (Ephesus), 803 (Delos).

German (Pape)

[Seite 433] ές, 1) schwer leidend, Orph. H. 68, 7. – 2) schwere Leiden verursachend, νοῦσος Ep. ad. 162. 736 (App. 269. 321).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυαλγής: -ές, ὁ βαρέως ὑποφέρων, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 7.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠαλγής) -ές
que provoca graves sufrimientos las Erinis, Orph.H.69.7, νοῦσος IEphesos 2101.3 (I d.C.), ID 2388.3, dud. en ICr.2.23.22.1 (Polirrenia I a.C.), pero v. βαρυαλκής.

Greek Monolingual

βαρυαλγής (-οῡς), -ές (AM)
1. αυτός που νιώθει βαρύ ψυχικό ή σωματικό πόνο
2. εκείνος που προξενεί βαρύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -αλγής < άλγος].

Greek Monotonic

βᾰρῠαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που υποφέρει βαριά· βαρυαλγὴς νοῦσος = το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰρῠαλγής: мучительный (νοῦσος Anth.).

Middle Liddell

ἄλγος = βαρύαγλητος, Anth.]