βραδυτόκος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ον, A slow in bringing to birth, Arist.Pr.891b28 (Comp.). -χρόνιος, ον, late, Sch.Il.2.325.
German (Pape)
[Seite 461] langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυτόκος: -ον, ὁ ἀργὰ τίκτων, βραδέως γεννῶν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 9· - ὁπόθεν –τοκέω, Ἰωάν. Χρυσ. 2, 795.
Spanish (DGE)
-ον
de gestación lenta βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον Arist.Pr.891b28.
Greek Monolingual
βραδυτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά αργά, σε προχωρημένη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -τοκος < τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδυτόκος: медленно или с трудом рождающий (τὰ μακρόβια, sc. ζῷα Arst.).