βραδυτόκος

From LSJ
Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδυτόκος Medium diacritics: βραδυτόκος Low diacritics: βραδυτόκος Capitals: ΒΡΑΔΥΤΟΚΟΣ
Transliteration A: bradytókos Transliteration B: bradytokos Transliteration C: vradytokos Beta Code: braduto/kos

English (LSJ)

ον, A slow in bringing to birth, Arist.Pr.891b28 (Comp.). -χρόνιος, ον, late, Sch.Il.2.325.

German (Pape)

[Seite 461] langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδυτόκος: -ον, ὁ ἀργὰ τίκτων, βραδέως γεννῶν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 9· - ὁπόθεν –τοκέω, Ἰωάν. Χρυσ. 2, 795.

Spanish (DGE)

-ον
de gestación lenta βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον Arist.Pr.891b28.

Greek Monolingual

βραδυτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά αργά, σε προχωρημένη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -τοκος < τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδυτόκος: медленно или с трудом рождающий (τὰ μακρόβια, sc. ζῷα Arst.).