γεώρυχος

From LSJ
Revision as of 21:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώρῠχος Medium diacritics: γεώρυχος Low diacritics: γεώρυχος Capitals: ΓΕΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: geṓrychos Transliteration B: geōrychos Transliteration C: georychos Beta Code: gew/ruxos

English (LSJ)

ον, (γῆ, ὀρύσσω) A burrowing, λαγιδεῖς Str.3.2.6, cf. Hsch. s.v. σκάλοψ:—fem. γεωρῠχίς, ἡ, mole, prob. cj. in Gloss. (pl.).

German (Pape)

[Seite 488] λαγιδεύς, unter der Erde sich Gänge grabend, die Erde umwühlend, Strab. III, 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui creuse la terre.
Étymologie: γῆ, ὀρύσσω.

Spanish (DGE)

-ον
que escarba en la tierra λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ.

Greek Monolingual

ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].