δαμιεργός
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
δᾱμι-οεργός, δᾱμι-οργός, Dor. for δημιουργός: δᾱμιόργιον, τό, A office of δαμιοργοί, LW1572b (Cnidus): δάμιος, Dor. for δήμιος: δαμιόω, Boeot. and Cret. for ζημιόω.
Greek Monolingual
δαμιοεργός και δαμιοργός, ο
βλ. δημιουργός.