δεδοίκω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
Dor. pres., A = δείδω, δέδια, Theoc.15.58: fut. δεδοικήσω Macr.Diff.p.610K. (Syrac.).
German (Pape)
[Seite 534] = δείδω, Theocr. 15, 58.
Greek (Liddell-Scott)
δεδοίκω: Δωρ. ἐνεστώς,= δείδω , δέδοικα ,Θεόκρ. 15.58.
French (Bailly abrégé)
prés. dor. c. δείδω.
Étymologie: formé de δέδοικα.
Spanish (DGE)
• Morfología: fut. δεδοικήσω Macr.Exc.610
temer δε δοίκω μή τι κακόν Epich.85.157Au., ἵππον καὶ ... ὄφιν Theoc.15.58, cf. Macr.l.c.; cf. δείδω.
Greek Monotonic
δεδοίκω: Δωρ. ενεστ., = δείδω, δέδια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δεδοίκω: Theocr. = δείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεδοίκω [δέδοικα] bang zijn (voor), met acc.: ἵππον καὶ... ὄφιν... δεδοίκω ik ben bang voor een paard en een slang Theocr. 15.58.