άλλοτε

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

επίρρ.ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)
(για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά
αρχ.
1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος
«ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν τον τρόπο και άλλοτε με άλλον
«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», άλλοτε προς αυτόν και άλλοτε προς εκείνον
2. φρ. «ἄλλοτε και ἄλλοτε», από καιρό σε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ <ἄλλος + ὅτε. Ο τ. άλλοτες σχηματίστηκε με σιγματική παρέκταση (πρβλ. ποτέ-ποτές κ.τ.ό), ο δε καταβιβασμός του τόνου στον τ. ἀλλότες ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. πότε, τότε, ότε.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτεσινός, αλλοτινός].