άρια

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η
τραγούδι για μία φωνή, σόλο, με οργανική συνοδεία (κυρίως στην όπερα αλλά και σε καντάτες και ορατόρια).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. aria, αρχ. σημασία «ατμοσφαιρικός αέρας» < λατ. aera, αιτ. του aer «αέρας» (< ελλην. αέρα, αιτ. του αήρ)
κατ' άλλους ιταλ. aria < λατ. aerea, θηλ. του aereus «αέριος» (< aer < αήρ). Κατόπιν μεταγενέστερης επιδράσεως του (αρχ. γαλλ.) aire, ο τ. aria προσέλαβε αργότερα και τη σημασία «τρόπος», απ' όπου αναπτύχθηκε και η σημασία «της μελωδίας, του σκοπού» (πρβλ. και γερμ. Weise «τρόπος, μελωδία, σκοπός»)].