Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άλφιτον

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

ἄλφιτον, το (Α)
(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)
1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι
2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο
(συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα
3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και κυρίως τών σφαγίων που πρόσφεραν ως θυσία στους θεούς
4. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από το αλεύρι αυτό (πρβλ. την μπίρα)
5. κάθε είδος χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια
6. ο άρτος ο επιούσιος, το ψωμί του σπιτιού, το καθημερινό ψωμί
7. φρ. «ἐπ’ ἀλφίτου πίνω», ή «ἄλφιτα πίνω» πίνω κρασί που περιέχει χόνδρους από κριθάρι
8. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο αλφίτεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφιτα, πληθ. της λ. ἄλφι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεύς, ἀλφιτηρός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλφιταμοιβός, ἀλφιτοπώλης, ἀλφιτοσκόπος, ἀλφιτοφάγος, ἀλφιτόχρως
αρχ.-μσν.
ἀλφιτοποιός.