άνωγα
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α)
1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω
2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω
3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» — η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν(α)- + (θ. πρκμ.) ωγ - < ōg -, που συνδέεται με το ἦ (< ἦκ -τ < ēg-t) «έλεγε», το γ' εν. πρόσ. παρατατικού του ημί. Πρβλ. επίσης λατ. aiō (< ăĝ -iō) «λέγω, ισχυρίζομαι, απαντώ καταφατικά» και ădăgio «παροιμία», αρμ., ar-ac «παροιμία» και ενεστ. asem «λέγω» αντί acem, με υστερογενές -s- από IE. -k -].