άντλος
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α)
1. αμπάρι πλοίου
2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου
3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών
4. η θάλασσα
5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» — ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω
6. κάδος, κουβάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. ο τ. ἄντλος < ἅν-τλος, με ψίλωση < ἅμ-θλος, με ανομοίωση του δασέος και αφομοίωση του -μ- σε -ν-, ενώ το επίθημα -τλος < -θλος, με ανομοίωση. Η σύνδεση με το ἅμθλος επιτρέπει τη σύγκριση με λιθ. semiu «αντλώ», (χεττ. han «αντλώ νερό», αρχ. αμώμαι (II), λατ. sentina. Ο τ. άντλος χρησιμοποιείται αρχικά ως ναυτικός όρος για να προσδιορίσει το «εσωτερικό κοίλο του πλοίου» αλλά και το «νερό που συγκεντρώνεται στο αμπάρι πλοίου». Μτφ. σημαίνει «τον σωρό σταριού που δεν έχει ακόμη λιχνιστεί», ενώ στον Ησύχ. απαντά η φρ. ἄντλον δέχεσθαι «κάνω νερά». Το ουδ. ἄντλον μαρτυρείται ήδη στη Μυκην. ως όνομα δοχείου.
ΠΑΡ. αντλία, αντλώ. ΣΥΝΘ. αρχ. αντλίαν -τλητήρ].