αέναος

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀέναος, -ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως)
1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος
2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτοςαέναος διαδοχή τών ετών»)
3. επίρρ. αενάως
συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀέν (= ἀεὶ) + νάω, «ρέω» > ἀένναος > αέναος, με απλοποίηση και ιων. ἀείναος, με απλοποίηση και αντέκταση, ἀείνως, με συναίρεση. Από το συνθ. ἀέναος, με απόσταση του προτακτικού στοιχείου της συνθέσεως, προήλθε ο επιρρηματικός τύπος ἀέ (= ἀεί). (Για τη δημιουργία λέξεων κατόπιν αποσπάσεως, πρβλ. κουτσός < κουτσο-μύτης < κοψο-μύτης, αψός < ἀψίχολος, σπανὸς < σπανοπώγων κ. ο. κ.)].