αβδέλλα

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

η
1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα)
2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες περιοχές, η ηπατική διστομίαση (κν. κλαπάτσα)
3. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός
«μού έγινε (α)βδέλλα»
4. σιδερένιο έλασμα για τη σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου (κν. αβδέλλι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. βδέλλα. Το αρχικό α- δημιουργήθηκε από τη συνεκφορά: μια βδέλλα, μιαβδέλλα.
ΠΑΡ. αβδελλάδικο, αβδέλλας, αβδελλιάζω, αβδελλίτσα, αβδελλόπουλο, αβδελλώνω.
ΣΥΝΘ. αβδελλόχορτο, αβδελλοκόκκαλο].