αγγούρι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
το [Μ ἀγγούριον και ἀγγούρι(ν)]
ο καρπός της αγγουριάς
νεοελλ.
μεγάλη δυσκολία ή εμπόδιο σε φράσεις όπως «τά βρήκε αγγούρια», «εδώ είναι τ' αγγούρι».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ουσ. ἀγγούριν < ἀγγούριον, υποκορ. του ἄγουρος.
ΠΑΡ. αγγουράκι, αγγουρίλα, αγγουριά.
ΣΥΝΘ. αγγουραρμιά, αγγουροβλάσταρο, αγγουρόκηπος, αγγουρομάνα, αγγουρόνερο, αγγουροσαλάτα, αγγουρόσπορος, αγγουρότοπος κ.ά.].