αγγούρι
From LSJ
Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt
Greek Monolingual
το [Μ ἀγγούριον και ἀγγούρι(ν)]
ο καρπός της αγγουριάς
νεοελλ.
μεγάλη δυσκολία ή εμπόδιο σε φράσεις όπως «τά βρήκε αγγούρια», «εδώ είναι τ' αγγούρι».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ουσ. ἀγγούριν < ἀγγούριον, υποκορ. του ἄγουρος.
ΠΑΡ. αγγουράκι, αγγουρίλα, αγγουριά.
ΣΥΝΘ. αγγουραρμιά, αγγουροβλάσταρο, αγγουρόκηπος, αγγουρομάνα, αγγουρόνερο, αγγουροσαλάτα, αγγουρόσπορος, αγγουρότοπος κ.ά.].