αίνω

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

αἵνω (Α)
κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis-winpjan που σημαίνουν επίσης «λιχνίζω», τότε θα μπορούσε να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα wē- «φυσώ, πνέω», «άνεμος», όπου ανάγονται αρχικά και οι αναφερθείσες λέξεις (πρβλ. και λατ. ventus «άνεμος», ελλην. ἄω κ.ά.). Στην περίπτωση αυτή το αἵνω θα παραχθεί από τ. Fӑ-ν- με έρρινο ένθημα -ν-, ενώ) ο παράλληλος τ. ἀνέω, που μαρτυρείται επίσης, από αρχ. τ. a-Fa-v-έω (με προθεματικό -) προήλθε με σίγηση του F και συναίρεση].