τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το
2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας
3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη
4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ὀγκῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. άγκωμα].