αγκώνω

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb

Source

Greek Monolingual

1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το
2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας
3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη
4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ὀγκῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. άγκωμα].