αγγελοκρούω

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. (για τον χάρο) είμαι έτοιμος να αφαιρέσω την ψυχή κάποιου
2. εκφοβίζω, τρομάζω
3. εξολοθρεύω, καταστρέφω
II. παθ.
1. πεθαίνω ξαφνικά, βρίσκω αιφνίδιο θάνατο
2. πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, παραληρώ
3. τρομάζω, μένω άναυδος από τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητικός σχηματισμός < αγγελοκρούομαι < άγγελος + κρούομαι].