αγγελοκρούω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
Ι. ενεργ.
1. (για τον χάρο) είμαι έτοιμος να αφαιρέσω την ψυχή κάποιου
2. εκφοβίζω, τρομάζω
3. εξολοθρεύω, καταστρέφω
II. παθ.
1. πεθαίνω ξαφνικά, βρίσκω αιφνίδιο θάνατο
2. πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, παραληρώ
3. τρομάζω, μένω άναυδος από τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητικός σχηματισμός < αγγελοκρούομαι < άγγελος + κρούομαι].