αθλητισμός

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

ο
1. ενασχόληση, επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα
2. το σύνολο τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που συνήθως τελούνται υπό μορφή κωδικοποιημένων αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές αθλητής + παραγ. κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. athletisme
η λ. μπήκε στην Ελληνική στα τέλη του περασμένου αιώνα].