αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(-άω) (Α ἀκονῶ)1. ακονίζω, τροχίζω2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτωφρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκόνη.ΠΑΡ. ακονητήςαρχ.ἀκόνησιςμσν.- νεοελλ.ακονίζωνεοελλ.ακόνημα].