ακροβατισμός

From LSJ
Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
1. επίδειξη ακροβατικών ασκήσεων, ακροβασία
2. παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη ενέργεια
3. σοφιστικό επιχείρημα, σοφιστεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροβάτης ή ακροβατώ + κατάλ. -ισμός].