Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
ἀλγινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αλγεινός, οδυνηρός
2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής
3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλγος
λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις].