αλαζονεύομαι
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
(Α ἀλαζονεύομαι)
είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ
αρχ.
υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλαζών -όνος.
ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα].