αλλιώς

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek Monolingual

επίρρ. (Μ ἀλλέως)
με άλλο τρόπο, αλλιώτικα, διαφορετικά
νεοελλ.
1. άλλως, ειδεμή
2. φρ. «έτσι κι αλλιώς», οπωσδήποτε, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλεῶς < μσν. ἀλλέως, πιθ. < επίθ. ἀλλέος κατά τα επιρρ. σε -έως.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτικος].