Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμερής

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

ἀμερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος
2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀμερές
η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο
τά ἀμερῆ (Λογική)
τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -μερὴς < μέρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμέρεια.