αμιλλώμαι

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)
αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι
νεοελλ.
είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι, πασχίζω, μοχθώ
2. γίνομαι αντικείμενο άμιλλας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμιλλα.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμίλλημα, ἁμιλλητήρ, ἁμιλλητικός
αρχ.-μσν.
ἁμιλλητήριος.
ΣΥΝΘ. ἀνθαμιλλῶμαι, διαμιλλῶμαι, συναμιλλῶμαι
αρχ.
ἐναμιλλῶμαι, ἐξαμιλλῶμαι, παραμιλλῶμαι, προσαμιλλῶμαι].