αμοιβός

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source

Greek Monolingual

ἀμοιβός, ο (Α)
1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί
οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους
3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή
β) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον
4. φρ. «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμείβω.
ΣΥΝΘ. αργυραμοιβός
αρχ.
ἀλφιταμοιβός, ἀνταμοιβός, ἀντειμοιβός, ἐξημοιβός, ἐπαμοιβός, ἐπημοιβός, ἱεράμοιβος, χρυσαμοιβός.