πεῖσις

From LSJ
Revision as of 23:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσις Medium diacritics: πεῖσις Low diacritics: πείσις Capitals: ΠΕΙΣΙΣ
Transliteration A: peîsis Transliteration B: peisis Transliteration C: peisis Beta Code: pei=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι)    A = πάθος, Hp.Loc.Hom. 1, Sor.2.3, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου Cass.Pr.59, cf. Alex.Aphr.Pr. 1.138 : generally, affection, susceptibility, κινήσεις καὶ π. ψυχῆς Ph.1.617; αἰσθητικαί, σωματικαὶ π., M.Ant.3.6, 7.55 ; πείσεων καὶ παθῶν S.E.M.7.384; ποίησίν τε καὶ π. Plot.3.1.4, cf. 3.6.7, al.    II (πείθὠ persuasion, Id.2.9.14(pl.).

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, = πάθος, Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Überredung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσις: -εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) = πάθος, Ἱππ. 408. 26, Γαλην., κλ.· - παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις πείσεις καλοῦνται τὰ λεπτότερα καὶ ἠπιώτερα αἰσθήματα, αἱ ὁρμαί, Φίλων 1. 617, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 383, κτλ., ἴδε Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 6.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.)
2. στον πληθ. αἱ πείσεις
μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσχω.
(II)
ἡ, Α πείθω
η πειθώ, η κατάπειση.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσις: εως ἡ πάσχω филос. душевное волнение, эмоция Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.