συμβολεύς
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
έως, ὁ, A twister, σχοίνων Greg. Cor. p.551 S. 2 forked pole with which fishermen stretch their nets, Hsch. II σ. φίλων one who sets friends at enmity, Phryn. PSp.107 B. III γλώττης σ. interpreter, Poll.5.154.
German (Pape)
[Seite 979] ὁ, σχοινίων, Einer der Stricke flicht, od. dreht; auch das hölzerne, gabelförmige Werkzeug, mit welchem die Fischer ihre Netze stricken, Hesych. – Übertr., σ. φίλων, der die Freunde unter einander verhetzt, Phryn. in B. A. 62.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)
αρχ.
1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες
2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» — αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.)
β) «γλώττης συμβολεύς» — διερμηνέας (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + επίθημα -εύς (πρβλ. προβολ-εύς)].
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)
αρχ.
1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες
2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» — αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.)
β) «γλώττης συμβολεύς» — διερμηνέας (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + επίθημα -εύς (πρβλ. προβολ-εύς)].