δικότυλος

From LSJ
Revision as of 00:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκότῠλος Medium diacritics: δικότυλος Low diacritics: δικότυλος Capitals: ΔΙΚΟΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dikótylos Transliteration B: dikotylos Transliteration C: dikotylos Beta Code: diko/tulos

English (LSJ)

ον, A with two rows of tentacula, like the poulp, Arist.HA525a19, PA685b12. II holding two κοτύλαι, Hp.Int.12, Sotad.Com. 1.33, Polyaen.8.16.2. 2 Subst. δικότυλον, τό, measure of two κοτύλαι, POxy.937.27 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειρὰς μυζητικῶν κοτυλῶν ὡς ὁ πολύπους, καὶ τῷ μονοκότυλον εἶναι μόνην (τὴν ἐλεδώνην) τῶν μαλακίων· τὰ γάρ ἄλλα πάντα δικότυλά ἐστι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 1. 8, Ζ. Μ, 4. 9, 14. ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων δύο κοτύλας, λήκυθος Σωτάδ. ἐν Ἐγκλειομ. 1. 33.

Spanish (DGE)

(δῐκότῠλος) -ον
1 de doble fila de ventosas de pulpos, Arist.HA 525a19, PA 685b12.
2 metrol. de dos cótilas de capacidad κύλιξ Hp.Int.12, λήκυθος Sotad.Com.1.33, cf. Polyaen.8.16.2, SB 9949.28 (Cirene II/I a.C.), (ἀλάβαστρος) PCair.Zen.89.5 (III a.C.), ποτήρια ῥοδιακά ID 1441A.2.69, 1450A.164 (ambas II a.C.)
subst. τὸ δ. vaso de dos cótilas de capacidad, Posidon.76
dos cótilas como medida δ. ἐλαίου χρηστοῦ POxy.937.27 (III d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δικότυλος, -ον)
νεοελλ.
1. (για φυτά) δικοτυλήδονος
2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος
γένος θηλαστικών της οικογένειας τών συϊδών
αρχ.
1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων
2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών
3. το ουδ. ως ουσ. το δικότυλον
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοτύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας»].

Russian (Dvoretsky)

δικότῠλος: имеющий двойной ряд присосок (τὰ πολύποδα Arst.).