δρᾶσις
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
εως, ἡ, A strength, efficacy, Luc.Trag.276. 2 sacrifice, Hsch. 3 Gramm., active force of a verb, A.D.Pron.44.1, Synt. 283.23: generally, action, opp. passivity, Mich. in EN275.8. II (δράω B) vision, EM287.8.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, das Thun, Handeln, VLL.; die Wirksamkeit, φαρμάκου Luc. Tragödop. 275.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾶσις: -εως, ἡ, πρᾶξις, δύναμις, ἐνέργεια, ἀποτελεσματικότης, φαρμάκου Λουκ. Τραγ. 275· θυσία, Ἡσύχ. ΙΙ. (δράω Β), ὅραμα, Ἐτυμ. Μ. 287. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
efficacité, force.
Étymologie: δράω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ visión, EM 287.2G., cf. 3 δράω.
-εως, ἡ
1 fuerza, eficacia c. gen. subj. φαρμάκου Luc.Trag.276, χειρῶν T.Sym.2.12, διὰ δρᾶσίν τινα τῆς φθορᾶς τοῦ παντός Eustr.in EN 52.1, cf. 347.7.
2 gram. fuerza activa, agentividad del caso nom. αἱ ... ἐκ τῆς εὐθείας ἐγγινόμεναι δράσεις σχεδὸν ἐπ' αἰτιατικὴν ἅπασαι συντείνουσιν A.D.Synt.283, cf. Pron.44.1, para explicar la forma ἀνέῳγε Eust.1056.51.
Russian (Dvoretsky)
δρᾶσις: εως ἡ действие, сила действия (φαρμάκου Luc.).