θεοείκελος

From LSJ
Revision as of 09:53, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοείκελος Medium diacritics: θεοείκελος Low diacritics: θεοείκελος Capitals: ΘΕΟΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: theoeíkelos Transliteration B: theoeikelos Transliteration C: theoeikelos Beta Code: qeoei/kelos

English (LSJ)

ον, A godlike, of Achilles, Il.1.131, al.; of Telemachus, Od.3.416; of Hector and Andromache, Sapph.Supp.20c.6: in Prose, Pl.R.501b, Them.Or.6.79a.

German (Pape)

[Seite 1195] = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεοείκελος: -ον, ὅμοιος θεῷ, Ὅμ., ὅστις ἔχει τὴν λέξιν ὡς συνώνυμον τῷ θεοειδής, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 131 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, Ὀδ. Γ. 416.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θεοειδής.

English (Autenrieth)

(ϝείκελος): like the gods, god-like, of persons.

Greek Monolingual

θεοείκελος, -ον (AM)
αυτός που μοιάζει στην όψη με θεό («θεοείκελ' Ἀχιλλεῡ «, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + είκελος «παρόμοιος»].

Greek Monotonic

θεοείκελος: -ον, όμοιος με θεό, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

θεοείκελος: Hom. = θεοειδής.

Middle Liddell

θεο-είκελος, ον
godlike, Hom.